Είδος κυρίως δυτικοαφρικανικής προέλευσης, πυργωτού & λεπτού σχήματος (ύψος / διάμετρος = 2 2/3 περίπου), με λεία & στρογγυλή κορυφή, 6 έως 8 ελαφρώς κυρτούς & στρογγυλεμένους ελιγμούς, λεπτές & αβαθείς ραφές, κάπως κεκλιμμένες & κυματιστές, μεγάλο άνοιγμα οβάλ, κομμένο χαμηλά, με κοντό αλλά πλατύ κανάλι, άτρακτο συνεστραμμένη, χείλος με ισχυρό κιρσό εξωτερικά, ενώ εσωτερικά με 4 ή 5 δόντια (το ανώτερο των οποίων είναι το πλέον προβεβλημένο) και σε πλάγια όψη αρκετά ευθύ, σχεδόν ορθοκλινές. Διαθέτει ανάγλυφο από 20 έως 27 αξονικές, ελαφρώς εμπροσθόγυρες & ταινιωτές ραβδώσεις & από ισομεγέθη σπειροειδή κορδόνια, ομοίως ταινιωτά (αρχικά είναι 3, στον προτελευταίο ελιγμό γίνονται 4, ενώ στον τελικό προστίθεται ενίοτε ένα 5ο), οι αλληλοτομίες των οποίων σχηματίζουν χαρακτηριστικό δικτύωμα (εξ ού και η ονομασία, καθώς retifera = η φέρουσα δικτύωμα, ενώ υπήρχε και ο εναλλακτικός προσδιορισμός pellisphocae = η έχουσα δέρμα σαν της φώκιας), με ελαφρώς θολωτούς, ορθογωνικούς κόμβους. Τα σπειροειδή ενίοτε διακόπτονται από τις αξονικές, οι οποίες είναι ισομεγέθεις με τα μεσοδιαστήματα αυτών. Το ανάγλυφο είναι εντονώτερο στους αρχικούς ελιγμούς. Το όστρακο είναι παχύ, κιτρινο-καφέ έως καφέ, με τα τετράπλευρα οζίδια του δικτυώματος κατά το πλείστον σκουρότερα από τα μεσοδιαστήματα, ενώ τα σπειροειδή συνήθως έχουν κοκκινωπή χροιά & μαργαριτώδη εμφάνιση. Η πρωτοκόγχη λευκάζει, ενώ η τελεοκόγχη εμφανίζει χρωματική διαμερισματοποίηση, με ωχρότερους τους αρχικούς ελιγμούς ή / και ζώνες κοκκινο-καφέ. Χαρακτηριστικό του είδους - πέραν του ταινιωτού αναγλύφου - αποτελεί η ελάχιστη κυρτότητα των ελιγμών, η οποία σε συνδυασμό με τις απλές & ρηχές ραφές προσδίδει στο προφίλ εικόνα σχεδόν συνεχούς επιπεδότητας αυτών, μοναδική στο γένος, τουλάχιστον για τα ελληνικού ενδιαφέροντος είδη. Από τα τελευταία, πλησιέστερη μορφικά είναι η Chauvetia mamillata, που είναι κάπως μικρότερη, με βαθύτερες ραφές, κυρτότερους ελιγμούς και διακόσμηση εντονότερων αντιθέσεων, λόγω των αραιότερων διασταυρώσεων αξονικών & σπειροειδών, με σκουρότερους κόμβους επί ωχρότερου σώματος. Το είδος απασχόλησε και εξακολουθεί να διχάζει τους ερευνητές, όσον αφορά στην σημερινή ύπαρξη ή μή αυτού ( "απολίθωμα"; ), την ταξινόμηση στο γένος Chauvetia ή όχι, την περιγραφή των χαρακτηριστικών του ή την ταύτιση με άλλα συγγενικά είδη, καθώς και την γεωγραφική προέλευση & εξάπλωση αυτού (υπάρχει ή όχι και σε ποιά έκταση στη Μεσόγειο ;). Ενδεικτικά σημειώνεται ότι στον επίσημο κατάλογο θαλασσίων ειδών (WoRMS) εξακολουθεί να καταχωρείται στα απολιθώματα, παρ' όλον ότι από πλείστους σοβαρούς μελετητές παρουσιάζονται άφθονα δείγματα ζώντων ατόμων, και μάλιστα από περιοχές εντός της Μεσογείου (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας).
Chauvetiidae