Μικρός αριθμός δειγμάτων λεσσεψιανού είδους με όστρακο ωοειδές, επίπεδη άνω θυρίδα με άφθονες συγκεντρικές σειρές από μικρά θολωτά "αγκαθάκια" - μεγαλύτερου μήκους & ανορθωμένα κοντά στις άκρες - και κυρτή κάτω θυρίδα, αρκετά βαθειά & με πολύ πυκνές ελασματοειδείς αποφύσεις, που γίνονται ακανθόμορφες προς τις άκρες. Χαρακτηριστικό του είδους αποτελεί το λείο περιθώριο αμφότερων των θυρίδων, καθώς επίσης (όπως και στο πλείστον του γένους) η μετατροπή του ακανθώδους ή λεπιδωτού αναγλύφου της άνω θυρίδας σε ελάσματα στην κάτω, με σκοπό την πρόσκτηση επαρκούς πρόσφυσης στο υπόστρωμα. Το όστρακο είναι λευκό, με ακτινωτή ή / και σημειακή χρωματική διακόσμηση κόκκινου της σκουριάς, όπως δηλώνει και η ονομασία, καθώς aspersus = ο διασκορπισμένος, πασπαλισμένος, "πιτσιλωτός". Το παρόν είδος μαζί με το παρόμοιο, ελαφρώς μεγαλύτερου μεγέθους, συγγενές Chama asperella αποτελούν τις 2 πιό πρόσφατες "αφίξεις" στις ελληνικές θάλασσες και μοιράζονται τα ίδια μορφολογικά & γενικά χαρακτηριστικά. Από αρκετούς μελετητές μάλιστα (καθώς και από τον WoRMS) προβάλλεται η άποψη ότι τα δύο είδη ταυτίζονται. Πάντως η Ch. asperella είναι πιό επίπεδη, με πιό ακανόνιστο ανάγλυφο, ευκρινέστερες τις έγχρωμες (κοκκινωπές) ακτίνες και συχνά χρωματισμένη - εσωτερικά & εξωτερικά - με πορφυρό στους σπονδύλους, ενώ η κάτω θυρίδα διαθέτει πιό επιμήκη ελάσματα. Επίσης η χρωματική διακόσμηση του συγγενούς είναι σε ανοιχτότερους τόνους (κιτρινο - πορτοκαλί, αντί κοκκινο - μώβ της Ch. aspersa). Γενικώτερα πρόκειται για είδος μεγαλύτερης κατά κανόνα ποικιλομορφίας εν σχέσει με την Ch. aspersa, με κυριώτερη και ειδοποιό διαφορά την ύπαρξη έστω και μικροσκοπικής οδόντωσης στα χείλη, η οποία απουσιάζει στο παρόν είδος (βλ. αναλυτικώτερα για τις διαφορές τους). H Chama aspersa είναι αρκετά κοινό είδος στον Ινδοειρηνικό, ενώ στη Μεσόγειο συνήθως ανευρίσκεται προσκολλημένο σε βράχια ή δίθυρα, όπως π.χ. σε Spondylus gaederopus. Αμφότερα τα είδη στερούνται της "κρανόμορφης" περιέλιξης του σπονδύλου στην κάτω θυρίδα, που υπάρχει π.χ. στο συγγενές Chama gryphoides.
Chamidae